- παράπρισμα
- -ατος, τὸ, Α(κυρίως στον πληθ.) τὰ παραπρίσματαα) πριονίσματα, πριονίδιαβ) μτφ. (για λόγο) λεπτολογήματα, λεπτολογίες, ανάξιες λόγου αναπτύξεις («παραπρίσματ' ἐπῶν», Αριστοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + πρῑσμα «πριονίδι»].
Dictionary of Greek. 2013.